- ἐπαμφοτερίζοντες
- ἐπαμφοτερίζωto be doublepres part act masc nom/voc plἐπαμφοτερίζωto be doublepres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφολυτικοί διαλύτες ή αμφολύτες — Ηλεκτρολύτες που συμπεριφέρονται συγχρόνως και ως βάσεις και ως οξέα και η ηλεκτρολυτική τους διάσταση γίνεται κατά δύο διαφορετικούς τρόπους: ΑΒ+Η2Ο [ABH]++(OH) ], ως βάση [ΑΒΟΗ] +(H)+, ως οξύ Η συμπεριφορά των α. εξαρτάται από το περιβάλλον. Αν … Dictionary of Greek
ιοντοανταλλάκτες — Στερεές φυσικές ή συνθετικές ουσίες, ουσιαστικά αδιάλυτες, που έχουν τα χαρακτηριστικά ενός οξέος (ανταλλάκτες κατιόντων) ή μιας βάσης (ανταλλάκτες ανιόντων) και χρησιμοποιούνται για την ανταλλαγή ιόντων από διαλύματα ηλεκτρολυτών. Οι ι. μπορεί… … Dictionary of Greek